- Αριστοκλείδης
- Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λέσβιος κιθαρωδός (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Υπήρξε δάσκαλος του Φρύνιδα. 2. Πατέρας του Εστιόδωρου, στρατηγού των Αθηναίων στην πολιορκία της Ποτίδαιας (429 π.Χ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀριστοκλείδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοκλείδη — Ἀριστοκλείδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοκλείδην — Ἀριστοκλείδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοκλείδου — Ἀριστοκλείδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοκλείδῃ — Ἀριστοκλείδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοκλείδα — Ἀριστοκλείδᾱ , Ἀριστοκλείδης masc nom/voc/acc dual Ἀριστοκλείδᾱ , Ἀριστοκλείδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοκλείδας — Ἀριστοκλείδᾱς , Ἀριστοκλείδης masc acc pl Ἀριστοκλείδᾱς , Ἀριστοκλείδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
Ἀριστοκλείδᾳ — Ἀριστοκλείδᾱͅ , Ἀριστοκλείδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)